|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο slack παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: suit
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
slack adj | (not tight) | χαλαρός, μπόσικος επίθ |
| | χαλαρωμένος, λασκαρισμένος μτχ πρκ |
| (ανεπίσημο) | λάσκα επίρ |
| The rope was slack and Malcolm realised Peter must have let go of the other end. |
| Το σκοινί ήταν χαλαρό και η Μάλκολμ συνειδητοποίησε πως ο Πήτερ πρέπει να είχε αφήσει την άλλη άκρη. |
slack adj | (not busy or active) | χαλαρός επίθ |
| | μέτριος, λίγος επίθ |
| Work is pretty slack at the moment; we don't have much to do. |
| Η δουλειά είναι αρκετά χαλαρή αυτήν τη στιγμή. Δεν έχουμε πολλά να κάνουμε. |
slack adj | (careless, not diligent) | απρόσεκτος, απρόσεχτος επίθ |
| | αμελής επίθ |
| Daphne's work isn't really good enough; I think she's slack. |
| Η δουλειά της Δάφνης δεν είναι αρκετά καλή. Θεωρώ πως είναι αμελής. |
slack n | (rope: looseness) | τα μπόσικα περίφρ |
| Robert gathered up the slack to pull the rope tight again. |
| Ο Ρόμπερτ μάζεψε τα μπόσικα για να τεντώσει πάλι το σκοινί. |
be slacking vi | UK, slang (avoid work) (καθομιλουμένη) | χασομεράω, χασομερώ, τεμπελιάζω ρ αμ |
| (αποδοκιμασίας, προσβλητικό) | κοπροσκυλιάζω ρ αμ |
| (αργκό, μεταφορικά) | ξύνομαι ρ αμ |
| | το ξύνω έκφρ |
| Get back to work! You're slacking again. |
| Γύρνα πίσω στη δουλειά! Πάλι τεμπελιάζεις. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
slack adj | (tide: not ebbing or flowing) (Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.) | - |
Σχόλιο: Χρησιμοποιείται ο όρος παλιρροιοστάσιο που αποδίδει το «slack tide». | | Swimming is generally safer at slack tide. |
| Είναι γενικά πιο ασφαλές να κολυμπάς την ώρα του παλιρροιοστασίου |
slack n | (period of inactivity) | κενό ουσ ουδ |
| | κενό διάστημα επίθ + ουσ ουδ |
| | διάστημα χωρίς δουλειά περίφρ |
| It's important for freelancers to build some slack into their day, so they can take a break from time to time. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Phrasal verbs
|
slack off vi phrasal | figurative, slang (avoid work) (αργκό) | χαλαρώνω, τεμπελιάζω, κωλοβαράω ρ αμ |
| Since his wife got ill, he has been slacking off at work. |
| Από τότε που αρρώστησε η γυναίκα του, τεμπελιάζει στη δουλειά. |
slack off [sth] vtr phrasal insep | (nautical: loosen) | χαλαρώνω ρ μ |
| Richard slacked off the mainsheet to reduce the boat's speed. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
|
|